- λεσώνις
- λεσῶνις, -ιος και αργότ. -ώνου, ὁ (Α)πρωθιερέας, ανώτατος διοικητής σε αιγυπτιακό ναό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεσωνεία — ή λεσονία, ἡ (Α) [λεσώνις] 1. το αξίωμα, η δικαιοδοσία που ασκούσε στους αιγυπτιακούς ναούς ο λεσώνις* 2. το σύστημα διοικήσεως αιγυπτιακού ναού με άτομο που είχε το αξίωμα τού λεσώνιος 3. η διάρκεια τής αρχής τού λεσώνιος … Dictionary of Greek
Lesonis — (griechisch: λεσῶνις, ägyptisch: mr šn) war der Titel eines ägyptischen Verwaltungsbeamten, der mit der Leitung der wirtschaftlichen und möglicherweise auch kultischen Belange des Tempels vertraut war. Der Titel ist seit der 21./22. Dynastie… … Deutsch Wikipedia
πλεσώνης — ὁ, Α τίτλος Αιγυπτίων ιερέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεσῶνις «πρωθιερέας αιγυπτιακού ναού», το π τού τ. αντιπροσωπεύει το οριστικό άρθρο] … Dictionary of Greek